- μετασελ(λ)ίζω
- μετασελ(λ)ίζω (Μ)1. αλλάζω άλογο και ξανακαβαλικεύω άλλο άλογο2. (γενικά) ιππεύω, καβαλικεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + *σελ(λ)ίζω < σέλ(λ)α + -ίζω (πρβλ. μεσ. σελ[λ]ίζομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετασελ(λ)ώνω — (Μ) 1. ξανασελώνω 2. μετασελ(λ)ίζω* … Dictionary of Greek